Euripides
485/84 - 406/05 a. Chr. n.
Φαέθων
Textus:Euripides, Sämtliche Tragödien und Fragmentegriechisch-deutschBand VI: Fragmente, Kyklop, Rhesosed. Gustav Adolf SeekMünchen: Artemis (Sammlung Tusculum), 1981
|
|
____________________________________________________________________
|
|
Φαέθων
771 (1087) Μέροπι τῆσδ᾽ ἄνακτι γῆς,ἣν ἐκ τεθρίππων ἁρμάτων πρώτην χθόναἭλιος ἀνίσχων χρυσέαι βάλλει φλογί.καλοῦσι δ᾽ αὐτὴν γείτονες μελάμβροτοιἝω φαεννὰς Ἡλίου θ᾽ ἱπποστάσεις.Strab. 1, 2, 27
772 (1088) θερμὴ δ᾽ ἄνακτος φλὸξ ὑπερτέλλουσα γῆςκαίει τὰ πόρρω, τἀγγύθεν δ᾽ εὔκρατ᾽ ἔχει.Stob. 1, 25, 6; Vitruv. 9, 1, 13
773 (1089) Κλυμένη, Φαέθων.Κλ μνησθεὶς ὅ μοί ποτ᾽ εἶφ᾽ ὅτ᾽ ηὐνάσθη θεός.αἰτοῦ τί χρήιζεις ἕν· πέρᾳ γὰρ οὐ θέμιςλαβεῖν σε· κἂν μὲν τυγχάνηις ε . . .θεοῦ πέφυκας· εἰ δὲ μή, ψευδὴς ἐγώ.Φα πῶς οὖν πρόσειμι δῶμα θερμὸν Ἡλίου;Κλ κείνωι μελήσει σῶμα μὴ βλάπτειν τὸ σόν.Φα εἴπερ πατὴρ πέφυκεν, οὐ κακῶς λέγεις.Κλ σάφ᾽ ἴσθι· πεύσηι δ᾽ αὐτὸ τῶι χρόνωι σαφῶς.Φα ἀρκεῖ· πέποιθα γάρ σε μὴ ψευδῆ λέγειν.ἀλλ᾽ ἕρπ᾽ ἐς οἴκους· καὶ γὰρ αἵδ᾽ ἔξω δόμωνδμωιαὶ περῶσιν, αἳ πατρὸς κατὰ σταθμοὺςσαίρουσι δῶμα καὶ δόμων κειμήλιακαθ᾽ ἡμέραν φοιβῶσι κἀπιχωρίοιςὀσμαῖσι θυμιῶσιν εἰσόδους δόμων.ὅταν δ᾽ ὕπνον γεραιὸς ἐκλιπὼν πατὴρπύλας ἀμείψηι καὶ λόγους γάμων πέριλέξηι πρὸς ἡμᾶς, Ἡλίου μολὼν δόμουςτοὺς σοὺς ἐλέγξω, μῆτερ, εἰ σαφεῖς λόγοι.
Χορός·{στρ.} ἤδη μὲν ἀρτιφανὴςἝως . . . . . κατὰ γᾶν.ὑπὲρ δ᾽ ἐμᾶς κεφαλᾶςΠλειὰ . . . . . . . .μέλπει δ᾽ ἐν δένδρεσι λεπτὰνἀηδὼν ἁρμονίανὀρθρευομένα γόοιςἼτυν Ἴτυν πολύθρηνον.σύριγγας δ᾽ οὐριβάται
{ἀντ.} σύριγγας δ᾽ οὐριβάται·κινοῦσιν ποίμναν ἐλάται·ἔγρονται δ᾽ εἰς βοτάνανξανθᾶν πώλων συζυγίαι.ἤδη δ᾽ εἰς ἔργα κυναγοὶστείχουσιν θηροφόνοι,παγαῖς τ᾽ ἐπ᾽ Ὠκεανοῦμελιβόας κύκνος ἀχεῖ.
{στρ.} ἄκατοι δ᾽ ἀνάγονται ὑπ᾽ εἰρεσίαςἀνέμων τ᾽ εὐαέσσιν ῥοθίοις,ἀνὰ δ᾽ ἱστία . . . . . ἀειράμενοιἀχοῦσιν· . . . . . πότνι᾽ αὔρα. . . . . . . ἀκύμονι πομπᾶισιγώντων ἀνέμων. . . . . . . . . . τε καὶ φιλίας ἀλόχους.σινδὼν δὲ πρότονον ἐπὶ μέσον πελάζει.
{ἀντ.} τὰ μὲν οὖν ἑτέροισι μέριμνα πέλει·κόσμον δ᾽ ὑμεναίων δεσποσύνωνἐμὲ καὶ τὸ δίκαιον ἄγει καὶ ἔρωςὑμνεῖν· δμωσὶν γὰρ ἀνάκτωνεὐαμερίαι προσιοῦσαιμολπᾶι θράσος αἴρουσ᾽ἐπιχάρματα· εἰ δὲ τύχα τι τέκοι,βαρὺν βαρεῖα φόβον ἔπεμψεν οἴκοις.
ὁρίζεται δὲ τόδε φάος γάμων τέλος,τὸ δή ποτ᾽ εὐχαῖς ἐγὼλισσομένα προσέβανὑμέναιον ἀεῖσαιφίλον φίλων δεσποτᾶν.θεὸς ἔδωκε, χρόνος ἔκρανελέχος ἐμοῖσιν ἀρχέταις.ἴτω τελεία γάμων ἀοιδά.
ἀλλ᾽ ὅδε γὰρ δὴ βασιλεὺς πρὸ δόμωνκῆρύξ θ᾽ ἱερὸς καὶ παῖς Φαέθωνβαίνουσι, τριπλοῦν ζεῦγος, ἔχειν χρὴστόμ᾽ ἐν ἡσυχίαι·περὶ γὰρ μεγάλων γνώμας δείξει,παῖδ᾽ ὑμεναίοις, ὡς φησί, θέλωνζεῦξαι νύμφης τε λεπάδνοις.
Κῆρυξ·Ὠκεανοῦ πεδίων οἰκήτορες,εὐφαμεῖτ᾽, ὦ,ἐκτόπιοί τε δόμων ἀπαείρετε,ὦ ἴτε, λαοί.κηρύσσω δ᾽ ὁσίαν βασιλήιον,αἰτῶ δ᾽ αὐδὰνεὐτεκνίαν τε γάμοις, ὧν ἔξοδοςἅδ᾽ ἕνεχ᾽ ἥκει,παιδὸς πατρός τε τῆιδ᾽ ἐν ἡμέραι λέχηκρᾶναι θελόντων· ἀλλὰ σῖγ᾽ ἔστω λεώς.
Μέροψ·. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . εἰ γὰρ εὖ λέγωCod. Claromont. - Pap. Berl. 9771
774 (1089) . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .ναῦν τοι μί᾽ ἄγκυρ᾽ οὐχ ὁμῶς σώιζειν φιλεῖὡς τρεῖς ἀφέντι· προστάτης θ᾽ ἁπλοῦς πόλεισφαλερός, ὑπὼν δὲ κἄλλος οὐ κακὸν πέλει.Cod. Claromont. - Stob. 4, 1, 3
775 (1093) ἐλεύθερος δ᾽ ὢν δοῦλός ἐστι τοῦ λέχους,πεπραμένον τὸ σῶμα τῆς φερνῆς ἔχων.Eustath. Hom. Od. 13, 15
776 (1092) δεινόν γε, τοῖς πλουτοῦσι τοῦτο δ᾽ ἔμφυτον,σκαιοῖσιν εἶναι· τί ποτε τοῦτο ταἴτιον;ἆρ᾽ ὄλβος αὐτοῖς ὅτι τυφλὸς συνηρετεῖ,τυφλὰς ἔχουσι τὰς φρένας καὶ τῆς τύχης;Stob. 4, 31, 54
777 (1090) ὡς πανταχοῦ γε πατρὶς ἡ βόσκουσα γῆ.Stob. 3, 40, 2
778 (1102) εὐδαιμονίζων ὄχλος ἐξέπληξέ με.Plut. De tranqu. 1
779 (1094) ἔλα δὲ μήτε Λιβυκὸν αἰθέρ᾽ εἰσβαλών·κρᾶσιν γὰρ ὑγρὰν οὐκ ἔχων, ἁψῖδα σὴνκάτω διήσει . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .ἵει δ᾽ ἐφ᾽ ἑπτὰ πλειάδων ἔχων δρόμον.τοσαῦτ᾽ ἀκούσας παῖς ἔμαρψεν ἡνίας·κρούσας δὲ πλευρὰ πτεροφόρων ὀχημάτωνμεθῆκεν, αἳ δ᾽ ἔπταντ᾽ ἐπ᾽ αἰθέρος πτυχάς.πατὴρ δ᾽ ὄπισθε νῶτα Σειρίου βεβὼςἵππευε παῖδα νουθετῶν· ἐκεῖσ᾽ ἔλα,τῆιδε στρέφ᾽ ἅρμα, τῆιδε.De sublim. 15
781 (1101) Κλ πυρός τ᾽ ἐρινὺς ἐν νεκροῖς θ. . . .ζῶσ᾽ ἥδ᾽ ἀνίησ᾽ ἀτμὸν ἐμφανῆ . . . .ἀπωλόμην· οὐκ οἴσετ᾽ εἰς δόμους νέκυν;νοεῖς; πόσις μοι πλησίον γαμηλίουςμολπὰς ἀυτεῖ παρθένοις ἡγούμενος.οὐ θᾶσσον; οὐ σταλαγμὸν ἐξομόρξετε,εἴ πού τις ἔστιν αἵματος χαμαὶ πεσών;ἐπείγετ᾽ εἶα, δμωίδες· κρύψω δέ νινξεστοῖσι θαλάμοις, ἔνθ᾽ ἐμῶι κεῖται πόσειχρυσός· μόνη δὲ κλῆιθρ᾽ ἐγὼ σφραγίζομαι.ὦ καλλιφεγγὲς Ἥλι᾽, ὥς μ᾽ ἀπώλεσαςκαὶ τόνδ᾽· Ἀπόλλων δ᾽ ἐν βροτοῖς ὀρθῶς καλῆι,ὅστις τὰ σιγῶντ᾽ ὀνόματ᾽ οἶδε δαιμόνων.
{lyr.} Χο Ὑμὴν Ὑμήν,τὰν Διὸς οὐρανίαν ἀείδομεντὰν ἐρώτων πότνιαν, τὰν παρθένοιςγαμήλιον Ἀφροδίταν.πότνια, σοὶ τάδ᾽ ἐγὼ νυμφεῖ᾽ ἀείδω,Κύπρι θεῶν καλλίστα,τῶι τε νεόζυγι σῶιπώλωι, τὸν ἐν αἰθέρι κρύπτειςσῶν γάμων γένναν·ἃ τὸν μέγαντᾶσδε πόλεως βασιλῆ νυμφεύεται,ἀστερωποῖσιν δόμοισιν χρυσέοιςἀρχόν, φίλον Ἀφροδίται.ὦ μακάρων βασιλεὺς μείζων ἔτ᾽ ὄλβον·ὃς θεὰν κηδεύσειςκαὶ μόνος ἀθανάτωνγαμβρὸς δι᾽ ἀπείρονα γαῖανθνατὸς ὑμνήσηι.Με χώρει σὺ καὶ τάσδ᾽ εἰς δόμους ἄγων κόραςγυναῖκ᾽ ἄνωχθι πᾶσι τοῖς κατὰ στόμαθεοῖς χορεῦσαι καὶ κυκλώσασθαι δόμουςσεμνοῖσιν ὑμεναίοισιν, Ἑστίας θ᾽ ἕδος,ἀφ᾽ ἧς γε σώφρων πᾶς ἂν ἄρχεσθαι θέλοιεὐχὰς πο[εῖσθαι . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .θεᾶς προσελθεῖν τέμενος ἐξ ἐμῶν δόμων.Θε ὦ δέσποτ᾽, ἔστρεψ᾽ ἐκ δόμων ταχὺν πόδα.οὗ γὰρ σὺ σώιζηι σεμνὰ θησαυρίσματαχρυσοῦ, δι᾽ ἁρμῶν ἐξαμείβεται πύληςκαπνοῦ μέλαιν᾽ ἄησις ἔνδοθεν στέγης.προσθεὶς πρόσωπον φλόγα μὲν οὐχ ὁρῶ πυρός,γέμοντα δ᾽ οἶκον μέλανος ἔνδοθεν καπνοῦ.ἀλλ᾽ ἔσιθ᾽ ἐς οἶκον, μή τιν᾽ Ἥφαιστος χόλονδόμοις ἐπεισφρεὶς μέλαθρα συμφλέξηι πυρὶἐν τοῖσιν ἡδίστοισι Φαέθοντος γάμοις.Με πῶς φής; ὅρα μὴ θυμάτων πυρουμένωνκατ᾽ οἶκον ἀτμὸν κεῖσ᾽ ἀποσταλέντ᾽ ἴδηις.Θε ἅπαντα ταῦτ᾽ ἠθρησ᾽· ἀκαπνώτως ἔχει,Με οἶδεν δ᾽ ἐμὴ τάδ᾽ ἢ οὐκ ἐπίσταται δάμαρ;Θε θυηπολοῦσα θεοῖς ἐκεῖσ᾽ ἔχει φρένας.Με ἀλλ᾽ εἶμ᾽, ἐπεί τοι καὶ φιλεῖ τὰ τοιάδεληφθέντα φαύλως ἐς μέγαν χειμῶν᾽ ἄγειν.σὺ δ᾽ ὦ πυρὸς δέσποινα, Δήμητρος κόρη,Ἥφαιστέ τ᾽ εἴητ᾽ εὐμενεῖς δόμοις ἐμοῖς.
{lyr.} Χο τάλαιν᾽ ἐγώ, τάλαινα, ποῖ πόδαπτερόεντα καταστάσω;ἀν᾽ αἰθέρ᾽; ἢ γᾶς ὑπὸ κεῦθος ἄφαν-τον ἐξαμαυρωθῶ;ἰώ μοί μοι, κακὰ φανήσεται·βασίλεια τάλαινα παῖς τ᾽ ἔσωκρυφαῖος νέκυς.ὀτοτοτοῖ, κεραύνιαί τ᾽ ἐκ Διὸςπυρίβολοι πλαγαὶ λέχεά θ᾽ Ἁλίου.ὦ δυστάλαινα τῶν ἀμετρήτων κακῶν·Ὠκεανοῦ κόρα,πατρὸς ἴθι πρόσπεσεγόνυ λιταῖς, σφαγὰςσφαγὰς οἰκτρὰς ἀρκέσαι σᾶς δειρᾶς.Με ἰώ μοί μοι.Χο ἠκούσατ᾽ ἀρχὰς δεσπότου στεναγμάτων;Με ἰὼ τέκνον.Χο καλεῖ τὸν οὐ κλύοντα δυστυχῆ γόνον. . . . . . . . . . . . . .των ὁρᾶν σαφῆ.Cod. Claromont.
782 (1103) ψυκτήριαδένδρεα φίλαισιν ὠλέναισι λέξεται.Athen. 11, 109
783 (1097) χρυσέα βῶλοςDiog. Laert. 2, 10
784 (1091) ἐν τοῖσι μώροις τοῦτ᾽ ἐγὼ κρίνω βροτῶν,ὅστις τῶν πατέρων παισὶ μὴ φρονοῦσιν εὖἢ καὶ πολίταις παραδίδωσ᾽ ἐξουσίαν.Stob. 4, 1, 2
785 (1100) μισῶ δὲ . . . . . . . . . . . . . . . . . . ἀγκύλοντόξον κρανείας, γυμνάσια δ᾽ οἰχοίατο.Plut. Consol. ad uxorem 3
786 (1098) φίλος δέ μοιἄλουτος ἐν φάραγξι σήπεται νέκυς.Plut. Symp. 4, 2, 3 |