Euripides
485/84 - 406/05 a. Chr. n.
Τήλεφος
Textus:Euripides, Sämtliche Tragödien und Fragmentegriechisch-deutschBand VI: Fragmente, Kyklop, Rhesosed. Gustav Adolf SeekMünchen: Artemis (Sammlung Tusculum), 1981
|
|
____________________________________________________________________
|
|
Τήλεφος
696 (932) Ὦ γαῖα πατρίς, ἣν Πέλοψ ὁρίζεται,χαῖρ᾽, ὅς τε πέτρον Ἀρκάδων δυσχείμερονΠὰν ἐμβατεύεις, ἔνθεν εὔχομαι γένος.Αὔγη γὰρ Ἀλέου παῖς με τῶι Τιρυνθίωιτίκτει λαθραίως Ἡρακλεῖ· ξύνοιδ᾽ ὄροςΠαρθένιον, ἔνθα μητέρ᾽ ὠδίνων ἐμὴνἔλυσεν Εἰλείθυια, γίγνομαι δ᾽ ἐγώ.καὶ πόλλ᾽ ἐμόχθησ᾽, ἀλλὰ συντεμῶ λόγον.ἤλθον δὲ Μυσῶν πεδίον, ἔνθ᾽ εὑρὼν ἐμὴνμητέρα κατοικῶ, καὶ δίδωσί μοι κράτηΤεύθρας ὁ Μυσός, Τήλεφον δ᾽ ἐπώνυμονκαλοῦσί μ᾽ ἀστοὶ Μυσίαν κατὰ χθόνα·τηλοῦ γὰρ οἰκῶν βίοτον ἐξιδρυσάμην.Ἕλλην δὲ βαρβάροισιν ἦρχον ἐκτόνων†πολλοῖς σὺν ὅπλοις πρίν γ᾽ Ἀχαϊκὸς μολὼνστρατὸς τὰ Μυσῶν πεδί᾽ ἐπιστρωφᾶι . . .Pap. Mediol. 1
697 (935) πτώχ᾽ ἀμφίβληστρα σώματος λαβὼν ῥάκηἀλκτήρια τύχηςDiogenes Ep. 34, 2
698 (936) δεῖ γάρ με δόξαι πτωχὸν . . . . . . . . .εἶναι μὲν ὅσπερ εἰμί, φαίνεσθαι δὲ μή.= Aristoph. Ach. 440 sqq.
699 (963) ἄνασσα πράγους τοῦδε καὶ βουλεύματος= Aristoph. Lys. 706
700 (961) ὦ Φοῖβ᾽ Ἄπολλον Λύκιε= Aristoph. equ. 1240
701 (970) μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν.Stob. 3, 29, 10
702 (972) τόλμα σὺ κἄν τι τραχὺ νείμωσιν θεοί.Stob. 4, 10, 10
703 (951) μή μοι φθονήσητ᾽, ἄνδρες Ἑλλήνων ἄκροι,εἰ πτωχὸς ὢν τέτληκ᾽ ἐν ἐσθλοῖσιν λέγειν.Schol. Aristoph. Ach. 497
704 (945) Μυσὸν ΤήλεφονOlymp. Plat. Gorg. 521b
705 (933) κώπης ἀνάσσων κἀποβὰς εἰς Μυσίανἐτραυματίσθην πολεμίωι βραχίονι.Aristot. Rhet. 1405a 29
705a (934) ληιστὰς ἐλαύνων καὶ κατασπέρχων δορί= Aristoph. Ach. 1188
706 (968) Ἀγάμεμνον, οὐδ᾽ εἰ πέλεκυν ἐν χεροῖν ἔχωνμέλλοι τις εἰς τράχηλον ἐμβαλεῖν ἐμόν,σιγήσομαι δίκαιά γ᾽ ἀντειπεῖν ἔχων.Stob. 3, 13, 3
707 (947) καλῶς ἔχοι μοι· Τηλέφωι δ᾽ ἁγὼ φρονῶ.Sch. Aristoph. Ach. 446
708 (952) ἐρεῖ τις, οὐ χρῆν· ἀλλὰ τί ἐχρῆν εἴπατε.= Aristoph. Ach. 540
708a (953) φέρ᾽ εἰ . . . ἐκπλεύσας σκάφει= Aristoph. Ach. 541
709 (954) καθῆσθ᾽ ἂν ἐν δόμοισιν; ἦ πολλοῦ γε δεῖ.= Aristoph. Ach. 543
710 (955) τὸν δὲ Τήλεφονοὐκ οἰόμεσθα; νοῦς ἄρ᾽ ὑμῖν οὐκ ἔνι.= Aristoph. Ach. 555 sqq.
711 (965) εἶτα δὴ θυμούμεθαπαθόντες οὐδὲν μεῖζον ἢ δεδρακότες;Schol. Aristoph. Thesm. 519
712 (957) ἅπασαν ἡμῶν τὴν πόλιν κακορροθεῖ= Aristoph. Ach. 577
713 (960) ὦ πόλις Ἄργους, κλύεθ᾽ οἷα λέγει.Aristoph. equ. 813
714 (974) τί γάρ με πλοῦτος ὠφελεῖ νόσον;σμίκρ᾽ ἂν θέλοιμι καὶ καθ᾽ ἡμέραν ἔχωνἄλυπος οἰκεῖν μᾶλλον ἢ πλουτῶν νοσεῖν.Sext. Emp. adv. math. 11, 56
715 (971) οὔ τἄρ᾽ Ὀδυσσεύς ἐστιν αἱμύλος μόνος·χρεία διδάσκει, κἂν βραδύς τις ἦι, σοφόν.Stob. 3, 29, 55
716 (985) σὺ δ᾽ εἶκ᾽ ἀνάγκηι καὶ θεοῖσι μὴ μάχου·τόλμα δὲ προσβλέπειν με καὶ φρονήματοςχάλα. τά τοι μέγιστα πολλάκις θεὸςταπείν᾽ ἔθηκε καὶ συνέστειλεν πάλιν.Stob. 3, 22, 32; Pap. Ox. 2460, fr. 32
717 (949) τί δ᾽, ὦ τάλας; σὺ τῶιδε πείθεσθαι μέλλεις;Schol. Aristoph. Ach. 454
718 (969) ὥρα σε θυμοῦ κρείσσονα γνώμην ἔχειν.Stob. 3, 20, 36
719 (976) Ἕλληνες ὄντες βαρβάροις δουλεύσομεν;Clem. Alex., Strom. 6, 2, 16, 5
720 (958) κακῶς ὀλοίατ᾽· ἄξιον γὰρ Ἑλλάδι.Schol. Aristoph. Ach. 8
721 (975) κακός τίς ἐστι προξένωι σοὶ χρώμενος.Ammon. 411
722 (938) ἴθ᾽ ὅποι χρήιζεις· οὐκ ἀπολοῦμαιτῆς σῆς Ἑλένης εἵνεκαSchol. Aristoph. nub. 891
723 (939) Σπάρτην ἔλαχες, κείνην κόσμει·τὰς δὲ Μυκήνας ἡμεῖς ἰδίαι.Stob. 3, 39, 9
724 (967) πριστοῖσι λόγχης θέλγεται ῥινήμασινPlut. De aud. 16
725 (988) λοχαῖον σῖτονEtym. Gen. 27
726 (989) ψυκτήρSchol. Plat. Symp. 213e
727 (962) ἀπέπτυσ᾽ ἐχθροῦ φωτὸς ἔχθιστον τέκος.Schol. Aristoph. pax 528 |